- φίμωτρο(ν)
- τό1) намордник; 2) кляп
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φίμωτρο — το / φίμωτρον, ΝΜΑ, και φίμετρον Α νεοελλ. πλέγμα με το οποίο περιβάλλεται το ρύγχος τών ζώων για να μην μπορούν να δαγκώνουν ή να τρώνε μσν. αρχ. (γενικά) όργανο με το οποίο φράζεται ή κρατείται κλειστό κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιμῶ + επίθημα τρον… … Dictionary of Greek
φίμωτρο — το ειδική κατασκευή, μεταλλική ή από συνθετική ύλη, που περιβάλλει το ρύγχος των ζώων και τα εμποδίζει να τρώνε ή να δαγκάνουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παυσικάπη — ἡ, Α 1. στρογγυλός κλοιός σαν φίμωτρο, που εξείχε πάνω από το κεφάλι, τον οποίο φορούσαν στους δούλους για να εμποδίζονται να τρώνε αλεύρι ή ζυμάρι κατά το άλεσμα τού σιταριού ή κατά το ζύμωμα 2. όμοιο φίμωτρο τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου… … Dictionary of Greek
χάμος — ὁ, Α φίμωτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. hāmus «φίμωτρο»] … Dictionary of Greek
φιμώνω — φίμωσα, φιμώθηκα, φιμωμένος 1. βάζω φίμωτρο στο στόμα ζώου, κλείνω με φίμωτρο: Το σκυλί δαγκώνει, γι΄ αυτό είναι φιμωμένο. 2. φράζω το στόμα κάποιου με το χέρι ή με κομμάτι υφάσματος κτλ., για να τον εμποδίσω να φωνάξει: Τον φίμωσαν, τον έδεσαν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
γλωσσοπέδη — η (Μ γλωσσοπέδη) φίμωτρο νεοελλ. ο γλωσσοδέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + πέδη «φρένο, δεσμός»] … Dictionary of Greek
επιστόμισμα — το (Α ἐπιστόμισμα) [επιστομίζω] νεοελλ. τοποθέτηση τού αγγείου με το στόμα προς τα κάτω, αναποδογύρισμα αρχ. 1. φίμωτρο 2. εμπόδιο … Dictionary of Greek
εύφιμος — εὔφιμος, ον (Α) 1. (για άλογο) ευχαλίνωτος, που δέχεται εύκολα χαλινό 2. αυτός που σταματάει με τη στύψη, ο στυπτικός, ο αιμοστατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιμός «φίμωτρο»] … Dictionary of Greek
ιππαστήρ — ἱππαστήρ, ῆρος, ὁ (Α) [ιππάζομαι] 1. ιππευτής, ιππέας, έφιππος 2. αυτός με τον οποίο ιππεύεται και οδηγείται ο ίππος («ἱππαστὴρ κημός» το φίμωτρο με το οποίο ιππεύουν και οδηγούν τον ίππο, Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
κήμωτρον — κήμωτρον, τὸ (Α) ο κημός*, το φίμωτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κημῶ + επίθημα τρον (πρβλ. σάρω τρον, φίμω τρον)] … Dictionary of Greek